- παγιδεύομαι
- παγιδεύωlay a snare forpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγιδεύομαι — παγιδεύομαι, παγιδεύτηκα, παγιδευμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… … Dictionary of Greek
λοχώ — (I) λοχώ, ἡ (Α) λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμ ώ, μορφ ώ)]. (II) λοχῶ, άω (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω… … Dictionary of Greek
μοιχώ — μοιχῶ, άω (ΑΜ [μοιχός] 1. μοιχεύω 2. είμαι άπιστος προς τον θεό, απιστώ αρχ. 1. ερωτοτροπώ, έχω τρυφερότητες, «ζαχαρώνω» ή, κατ άλλους, σφετερίζομαι την εξουσία κάποιου με δόλιο και πανούργο τρόπο («Κόνωνι δὲ εἶπεν ότι παύσει αὐτὸν μοιχῶντα τὴν… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
παγιδεύω — (ΑΜ παγιδεύω) [παγίς, ίδος] 1. στήνω παγίδα ή πιάνω με παγίδα 2. μτφ. χρησιμοποιώ ανέντιμα και δόλια μέσα προκειμένου να δελεάσω και εξαπατήσω κάποιον αρχ. παθ. παγιδεύομαι καταλαμβάνομαι από έρωτα … Dictionary of Greek
περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… … Dictionary of Greek